οσοκόμα̍, ³έρος̯³ριά̍, “ερμανός̯¯δα̍, ¿μαδικό̠sex, ½εος̯±̨18+), œεγαλύτερος̯·̍, ιάτα̠ºαι̠³ηρατειά̍

Ãχετικές̠äαινίες̍

Οι Πρόσφατες Αναζητήσεις